Greek Meaning of engaging (in)

ενασχόληση με

Other Greek words related to ενασχόληση με

Definitions and Meaning of engaging (in) in English

engaging (in)

to cause (someone) to take part in (something), to do (something)

FAQs About the word engaging (in)

ενασχόληση με

to cause (someone) to take part in (something), to do (something)

προκαλώντας,πραγματοποιώντας,εξασκώντας,εργάζομαι σε,μεταφορά,αποτελεσματικός,πραγματοποιούντας,παρακολούθηση (με),υλοποιώντας,κάρφωμα

αποτυχημένος,μιλάω ακατάληπτα,οικονομία,υποτιμητικό

engages => αναμιγνύεται, engagements => αρραβώνες, engaged (in) => ασχολείται με, engage (with) => εμπλέκω (με), engage (in) => ασχολείται με,