Greek Meaning of engenders

γεννάει

Other Greek words related to γεννάει

Definitions and Meaning of engenders in English

engenders

to assume form, to reproduce offspring, to be the source or cause of, to cause to exist or to develop, beget, procreate

FAQs About the word engenders

γεννάει

to assume form, to reproduce offspring, to be the source or cause of, to cause to exist or to develop, beget, procreate

κάνει,φέρνει,αιτίες,δημιουργεί,παράγει,παράγει,ενδείξεις,επιδράσεις,περιπτώσεις,έργα

εμποδίζει,όρια,περιορίζει,πνίγει,καταστέλλει,καταργεί,Συλλήψεις,επιταγές,στοιχεία ελέγχου,πεζοδρόμια

engaging (with) => (συμμετοχή σε), engaging (in) => ενασχόληση με, engages => αναμιγνύεται, engagements => αρραβώνες, engaged (in) => ασχολείται με,