Greek Meaning of engirdled

περικυκλωμένος

Other Greek words related to περικυκλωμένος

Definitions and Meaning of engirdled in English

engirdled

girdle sense 1

FAQs About the word engirdled

περικυκλωμένος

girdle sense 1

Τυλιγμένο,Επιδεσμένος,Λωρίδων,περιζωσμένος,Περιτριγυρισμένος,περικύκλωση,περικυκλωμένος,περιτυλιγμένος,περιστοιχισμένος,περίμετρος

ανεζωσμένος,Αδεσμευτος,ξετύλιγμα,ελεύθερος,Απελευθερωμένος,ξετυλιγμένο,απελευθέρωσα

engineers => μηχανικοί, engenders => γεννάει, engaging (with) => (συμμετοχή σε), engaging (in) => ενασχόληση με, engages => αναμιγνύεται,