Greek Meaning of brings
φέρνει
Other Greek words related to φέρνει
- κάνει
- αιτίες
- δημιουργεί
- παράγει
- παράγει
- ενδείξεις
- επιδράσεις
- περιπτώσεις
- έργα
- Γεννά
- επιφέρει
- παράγει
- Φέρνει
- καταλύει
- αντλεί από
- ενθαρρύνει
- γεννάει
- δίνει αφορμή για
- προκαλεί
- εισάγει
- επικαλείται
- κάνει
- αποτελέσματα (σε)
- γεννά
- αποδόσεις
- προόδους
- αρχίζει
- φυλές
- Οδηγεί σε
- συμβάλλει σε
- καλλιεργεί
- προσδιορίζει
- Αναπτύσσει
- επιφέρει
- θεσπίζει
- ιδρύει
- πατέρες
- προωθεί
- ιδρύει
- προωθεί
- εγκαινιάζει
- ξεκινά
- καινοτομεί
- ιδρύματα
- λανσάρει
- τρέφει
- θρέφει
- προάγει
- δίνει
- σύνολα
- δημιουργεί
- αρχίζει
- Μεταφράζει (σε)
- αποδεικνύεται ότι
- υγραίνει
- εμποδίζει
- όρια
- περιορίζει
- πνίγει
- υποτάσσει
- καταστέλλει
- καταργεί
- Συλλήψεις
- επιταγές
- στοιχεία ελέγχου
- πεζοδρόμια
- καταστρέφει
- βάζει κάτω
- ακυρώνει
- καταπνίγει
- Χαλινάρια (σε)
- καταπιέζει
- περιορίζει
- πνίγει
- κολοκύθες
- καταπνίγει
- κονσέρβες
- καταστέλλει (σε)
- καταπνίγει (κάτι)
- Καταστρέφει
- σβήνει
- εκκαθαρίζει
- σβήνει
- σβήνει (σβήνει)
- ακόμα
Nearest Words of brings
- bringing to light => αποκάλυψη
- bringing to bear => φέρνοντας σε επαφή
- bringing to account => ζητώντας λογαριασμό
- bringing out => βγάζοντας προς τα έξω
- bringing on => φέρνοντας
- bringing off => φέρνοντας off
- bringing in => φέρνοντας
- bringing forth => φέρνοντας μπροστά
- bringing down => κατέβαση
- bringing about => προκαλώντας
Definitions and Meaning of brings in English
brings
to procure in exchange, to give birth to, to convey, lead, carry, or cause to come along with one toward the place from which the action is being regarded, force, compel, to make unmistakably clear, to cause to exist or occur, to cause to be, act, or move in a special way, to be the occasion of, yield, produce, to sell for, to cause to arrive or exist, to result in, escort, accompany, to use with effect, to carry (a total) forward, to compel to agree, assent, or submit, adduce, to begin or commence (a legal proceeding) through proper legal procedure, to put (as a lawsuit) before a court, to formally assert (as a charge or indictment), prefer, persuade, induce, to cause to come with oneself by carrying or leading especially to the place from which the action is viewed, institute, attract, to produce to view, to bring to book, recall, to cause to reach a certain state or take a certain action, bear, to cause to come into a particular state or condition, to bear as an attribute or characteristic, disclose, reveal, to compel to give an account, to come last or behind, reprimand
FAQs About the word brings
φέρνει
to procure in exchange, to give birth to, to convey, lead, carry, or cause to come along with one toward the place from which the action is being regarded, forc
κάνει,αιτίες,δημιουργεί,παράγει,παράγει,ενδείξεις,επιδράσεις,περιπτώσεις,έργα,Γεννά
υγραίνει,εμποδίζει,όρια,περιορίζει,πνίγει,υποτάσσει,καταστέλλει,καταργεί,Συλλήψεις,επιταγές
bringing to light => αποκάλυψη, bringing to bear => φέρνοντας σε επαφή, bringing to account => ζητώντας λογαριασμό, bringing out => βγάζοντας προς τα έξω, bringing on => φέρνοντας,