FAQs About the word went through

πέρασε από

to move on a course

άντεξε,έμπειρος,είχε,υποβληθεί,συναντημένος,Τσόχα,ήξερε,πέρασε,έλαβε,είδε

απέτυχε,ασυνάρτητος,φειδωλός,προσβάλλω

went public (with) => δημοσίευσε (μαζί με), went over => πήγε, went out => βγήκε, went one better => πήγε ένα βήμα παραπέρα, went on => συνέχισε,