Greek Meaning of went to pot
πήγε στράφι
Other Greek words related to πήγε στράφι
- αρνήθηκε
- καταγόμενος
- επιδεινωμένο
- επιδεινώθηκε
- θρυμματισμένος
- πήγε στον σπόρο
- ατροφικός
- φθαρμένο
- εκφυλισμένος
- αποκεντρωμένος
- ελαττωμένος
- υποχώρησε
- έπεσε
- οπισθοδρόμησε
- υποχώρησε
- σάπιο
- βούλιαξε
- βυθισμένο
- εξασθενημένος
- Πήγε σε σπόρους
- μειώθηκε
- κατεστραμμένο
- εξασθενημένος
- αποσυντεθείς
- Υποβαθμισμένο
- ερειπωμένος
- διαλυμένη
- συρρικνώθηκε
- καθυστερημένος
- αποκαμμένος
- λιγότερο
- μειωμένος
- μουχλιασμένο
- υποχώρησε
- μειωμένη
- χαλάρωσε
- γλίστρησε
- ξινισμένος
- κακομαθημένος
- κακομαθημένος
- μειώθηκε
- χαλασμένος
- αποκλιμακωμένο
- περιορισμένο
- σάπιος
- έτρεξε κάτω
- υπονομεύει
- σπαταλημένος
Nearest Words of went to pot
- went to one's head => ανέβηκε στο κεφάλι του
- went to bat for => πήγε να βαρελίσει για
- went through => πέρασε από
- went public (with) => δημοσίευσε (μαζί με)
- went over => πήγε
- went out => βγήκε
- went one better => πήγε ένα βήμα παραπέρα
- went on => συνέχισε
- went off => έφυγε
- went in for => πήγε μέσα για
Definitions and Meaning of went to pot in English
went to pot
to be ruined
FAQs About the word went to pot
πήγε στράφι
to be ruined
αρνήθηκε,καταγόμενος,επιδεινωμένο,επιδεινώθηκε,θρυμματισμένος,πήγε στον σπόρο,ατροφικός,φθαρμένο,εκφυλισμένος,αποκεντρωμένος
βελτιωμένη,βελτιωμένο,βελτιωμένος,ανεπτυγμένη,βελτιωμένο,εμπλουτισμένο,ενισχυμένο,εντατικοποιημένος,Ενισχυμένο,προχώρησε
went to one's head => ανέβηκε στο κεφάλι του, went to bat for => πήγε να βαρελίσει για, went through => πέρασε από, went public (with) => δημοσίευσε (μαζί με), went over => πήγε,