Greek Meaning of went on
συνέχισε
Other Greek words related to συνέχισε
- προέκυψε
- κατέβηκε
- συνέβη
- Συνέβη
- ήμουν, ήσουν, ήταν
- κατέβηκε
- συμβεί
- συνέβη
- ήρθε
- ήρθε μακριά
- εμφανίσθηκε
- τυχαία
- μαγειρεμένο
- έκανε
- συνέβη
- πέρασε
- συνέβη
- προέκυψε
- περικομμένο (πάνω)
- ανεπτυγμένη
- έπεσε
- ακολούθησε
- συνέβη
- παρενέβη
- υλοποιημένος
- προχώρησε
- κατέληξε
- τριαντάφυλλο
- διαμορφωμένος
- ξεπήδησε
- ξεπήδησε (πάνω)
- αποδείχτηκε
- έφυγε
Nearest Words of went on
- went one better => πήγε ένα βήμα παραπέρα
- went out => βγήκε
- went over => πήγε
- went public (with) => δημοσίευσε (μαζί με)
- went through => πέρασε από
- went to bat for => πήγε να βαρελίσει για
- went to one's head => ανέβηκε στο κεφάλι του
- went to pot => πήγε στράφι
- went to seed => Πήγε σε σπόρους
- went under => βυθίστηκε
Definitions and Meaning of went on in English
went on
a stupid person, a man hired to terrorize or eliminate opponents, a person hired to terrorize or beat up or kill opponents, to talk especially in an effusive manner, to continue on or as if on a journey, proceed, to take place, to keep on, enforcer sense 2b
FAQs About the word went on
συνέχισε
a stupid person, a man hired to terrorize or eliminate opponents, a person hired to terrorize or beat up or kill opponents, to talk especially in an effusive ma
προέκυψε,κατέβηκε,συνέβη,Συνέβη,ήμουν, ήσουν, ήταν,κατέβηκε,συμβεί,συνέβη,ήρθε,ήρθε μακριά
No antonyms found.
went off => έφυγε, went in for => πήγε μέσα για, went in (on) => μπήκε (μέσα), went for => πήγε για, went down => κατέβηκε,