Greek Meaning of went in (on)

μπήκε (μέσα)

Other Greek words related to μπήκε (μέσα)

Definitions and Meaning of went in (on) in English

went in (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word went in (on)

μπήκε (μέσα)

επιτεθεί,επιτέθηκε,επιδρομή,αποφασισμένος να,χτύπησε,αναμμένος,κατέβηκε (σε ή πάνω),πέταξε προς,πήδηξε (σε),ρυθμισμένο σε

καλυμμένος,υπερασπίστηκε,προστατευμένο,ασφαλισμένος,Φρουρούμενος,προστατευμένος

went for => πήγε για, went down => κατέβηκε, went back on => Πήγε πίσω, went at => πήγε προς, went along => συνέχισε,