Greek Meaning of went in (on)
μπήκε (μέσα)
Other Greek words related to μπήκε (μέσα)
- επιτεθεί
- επιτέθηκε
- επιδρομή
- αποφασισμένος να
- χτύπησε
- αναμμένος
- κατέβηκε (σε ή πάνω)
- πέταξε προς
- πήδηξε (σε)
- ρυθμισμένο σε
- εφόρμησε
- πήγε προς
- ενέδρα
- επιτέθηκε
- περικυκλωμένος
- φορτισμένος
- εισέβαλε
- ληστεία
- βιαστικός
- έκπληκτος
- κατεστραμμένο
- ενέδρα
- επιτέθηκε εναντίον
- έλαβε μέρος στην
- επιτέθηκε (σε ή πάνω σε)
- στρογγυλοποιημένο στο
- άρρωστος
- σμήνευαν
- Tore into
- ενέδρα
- Φθαρμένος
- πολιορκημένος
- πολιορκημένος
- χτύπησε
- κανόνι
- πλαγιοκοπημένος
- λεηλατημένος
- επιτεθεί
- λεηλατημένος
- σοβατισμένο
- λεηλατημένος
- κατεστραμμένο
- απολύθηκε
- ενέδρα
- βομβαρδισμένος
- αστραπιαία
- Όρμησε
- Βομβαρδίστηκε
- συνωμοτούν (ενάντια)
- ληστεύτηκα
- παρότρυναν
- έκπληκτος
Nearest Words of went in (on)
- went in for => πήγε μέσα για
- went off => έφυγε
- went on => συνέχισε
- went one better => πήγε ένα βήμα παραπέρα
- went out => βγήκε
- went over => πήγε
- went public (with) => δημοσίευσε (μαζί με)
- went through => πέρασε από
- went to bat for => πήγε να βαρελίσει για
- went to one's head => ανέβηκε στο κεφάλι του
Definitions and Meaning of went in (on) in English
went in (on)
No definition found for this word.
FAQs About the word went in (on)
μπήκε (μέσα)
επιτεθεί,επιτέθηκε,επιδρομή,αποφασισμένος να,χτύπησε,αναμμένος,κατέβηκε (σε ή πάνω),πέταξε προς,πήδηξε (σε),ρυθμισμένο σε
καλυμμένος,υπερασπίστηκε,προστατευμένο,ασφαλισμένος,Φρουρούμενος,προστατευμένος
went for => πήγε για, went down => κατέβηκε, went back on => Πήγε πίσω, went at => πήγε προς, went along => συνέχισε,