Greek Meaning of assaulted
επιτεθεί
Other Greek words related to επιτεθεί
Nearest Words of assaulted
Definitions and Meaning of assaulted in English
assaulted (imp. & p. p.)
of Assault
FAQs About the word assaulted
επιτεθεί
of Assault
εξαναγκαστικός,αρπαγμένος,βεβηλωμένος,αποπλανημένη,παρενοχλούμενος,με πόδια
καλυμμένος,υπερασπίστηκε,προστατευμένο,ασφαλισμένος,Φρουρούμενος,προστατευμένος
assault rifle => Επιθετικό τουφέκι, assault gun => Τεθωρακισμένο εφορμήσεως, assassinous => δολοφονικό, assassin bug => Κόρη του αλάτιου, assassin => δολοφόνος,