FAQs About the word assaulted

επιτεθεί

of Assault

εξαναγκαστικός,αρπαγμένος,βεβηλωμένος,αποπλανημένη,παρενοχλούμενος,με πόδια

καλυμμένος,υπερασπίστηκε,προστατευμένο,ασφαλισμένος,Φρουρούμενος,προστατευμένος

assault rifle => Επιθετικό τουφέκι, assault gun => Τεθωρακισμένο εφορμήσεως, assassinous => δολοφονικό, assassin bug => Κόρη του αλάτιου, assassin => δολοφόνος,