Greek Meaning of assayed

δοκιμασμένο

Other Greek words related to δοκιμασμένο

Definitions and Meaning of assayed in English

Webster

assayed (imp. & p. p.)

of Assay

FAQs About the word assayed

δοκιμασμένο

of Assay

αναλυθέν,εκτιμηθεί,ανατομικός,εξετασθεί,κόβω,διαγνωσμένο,διαιρεμένος,αξιολογημένο,επιθεωρήθηκε,εξετάστηκε

Συνενωμένος,ενωμένος,αφομοιωμένος,συσπειρώθηκε,ενοποιημένο,ενσωματωμένο,συντεθειμένο,ενωμένος,συσσωματωμένος,συγκολλημένος

assayable => προσδιορίσιμο, assay ton => τόνος δοκιμής, assay pound => λίρα ελέγχου, assay => προσδιορισμός, assaultive => επιθετικός,