Greek Meaning of assaultive

επιθετικός

Other Greek words related to επιθετικός

Definitions and Meaning of assaultive in English

Wordnet

assaultive (s)

disposed to attack

FAQs About the word assaultive

επιθετικός

disposed to attack

επιθετικός,εχθρικός,μαχητής,Όξινος,αγωνιστικό,επιχειρηματικός,πολεμοχαρής,εμπόλεμος,πατάτες τηγανητές,μαχητικός

φιλικός,φιλάνθρωπος,συμβιβαστικός,φιλικός,εγκάρδιος,μη επιθετικός,Ειρηνικός,ειρηνικός,ειρηνικός,ευχάριστος

assaulting => επιτιθέμενος, assaulter => επιτιθέμενος, assaulted => επιτεθεί, assault rifle => Επιθετικό τουφέκι, assault gun => Τεθωρακισμένο εφορμήσεως,