Greek Meaning of uncombative
μη επιθετικός
Other Greek words related to μη επιθετικός
- φιλικός
- μη επιθετικός
- μη εμπόλεμο
- Ειρηνικός
- ειρηνικός
- ειρηνικός
- μη πολεμοχαρής
- αδιαμφισβήτητος
- ειρηνικός
- Φιλικός
- φιλικός
- φιλάνθρωπος
- Ήρεμος
- υπάκουος
- συμβιβαστικός
- φιλικός
- εύκολος
- φιλικός
- λαμπρός
- καλόκαρδος
- Καλοσυνάτος
- φιλεύσπλαχνος
- εγκάρδιος
- καλόκαρδος
- προθυμος
- ευχάριστος
- κοινωνικός
- αντιιμπεριαλιστής
- αντιμιλιταριστής
- καλοήθης
- ήπιος
- παρακαλώ
- ήπιος
- ήσυχος
- χαλαρός
- Γαλήνιος
- ήρεμος
- επιθετικός
- αγωνιστικό
- ανταγωνιστικός
- επιχειρηματικός
- επιθετικός
- πολεμοχαρής
- εμπόλεμος
- πατάτες τηγανητές
- μαχητικός
- Αντιπαραθετικός
- Αμφιλεγόμενος
- ασύμφωνος
- φιλονικητής
- πνευματώδης
- μονομάχος
- εχθρικός
- μαχητής
- μαχητικός
- φιλονικός
- φτωχό
- άγριος
- πολεμικός
- Όξινος
- σταυρός
- δυσάρεστος
- άγριος
- ευερέθιστος
- δύστροπος
- γκρινιάρης
- πείσμων
- Αγενής
- μουρτζούφλης
- ευαίσθητος
- δυνατός
- πτωτικός
- χολερικός
- τριχωτός
- χολερικός
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- δυσπεπτικός
- ευέξαπτος
- ανήσυχος
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- ευέξαπτος
- θυμωμένος
- Κακόκεφος
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- ευέξαπτος
- εκνευρισμένος
- ακανθώδης
- γκρινιάρης
- απότομος
- Ζωηρό
- γκρινιάρης
- ευερέθιστος
- σφηκοειδής
Nearest Words of uncombative
- uncomic => μη αστείο
- uncommunicable => αδύνατος να επικοινωνήσει
- uncompelling => μη πειστικός
- uncomplacent => δυσαρεστημένος
- unconcernedness => αδιαφορία
- unconscionably => ανεξήγητα
- unconstitutionality => Αντισυνταγματικότητα
- uncontentious => αδιαμφισβήτητος
- uncontradicted => αναντίρρητος
- unconventionalism => Μη συμβατικότητα
Definitions and Meaning of uncombative in English
uncombative
not eager to fight or argue
FAQs About the word uncombative
μη επιθετικός
not eager to fight or argue
φιλικός,μη επιθετικός,μη εμπόλεμο,Ειρηνικός,ειρηνικός,ειρηνικός,μη πολεμοχαρής,αδιαμφισβήτητος,ειρηνικός,Φιλικός
επιθετικός,αγωνιστικό,ανταγωνιστικός,επιχειρηματικός,επιθετικός,πολεμοχαρής,εμπόλεμος,πατάτες τηγανητές,μαχητικός,Αντιπαραθετικός
uncoils => ξετυλίγεται, uncoiling => Αποκάλυψη, uncoffining => εκταφή, uncoffined => Ανεσταύρωτος, uncoffin => ξεθάβω,