FAQs About the word unclothes

γδύνει

to strip of clothes or a covering, divest, uncover, to strip of clothes

λωρίδες,γδύνεται,μπαρ,Φλοιός,εκποιεί,εκθέτει,ξεγδέρνει,αποκαλύπτει,αποκαλύπτει,αποκαλύπτει

ρούχα,κοστούμια,καλύπτει,καταστρώματα,φορέματα,Φτερά,ενδύματα,Ρούχα,πίνακες,Μανδύες

unclosing => που δεν κλείνει, unclogging => απόφραξη, uncloaks => αποκαλύπτεται, uncloaking => αποκάλυψη, uncloaked => αποκάλυψε,