FAQs About the word unclosing

που δεν κλείνει

disclose, reveal, open entry 2 sense 1a, to become opened, open

άνοιγμα,ξεκούμπωμα,ξεκλείδωμα,αποσύνδεσης,ολίσθηση,ξεμπλοκάρισμα,ξεβίδωμα,ξεκούμπωμα,Χαλάρωση,ξεκούμπωμα

κλείσιμο,κλείδωμα,κλείνοντας,除非,κεραυνοβολία,σφίγγοντας,στερέωση,μπλοκάρισμα

unclogging => απόφραξη, uncloaks => αποκαλύπτεται, uncloaking => αποκάλυψη, uncloaked => αποκάλυψε, uncliched => μη κλισέ,