Greek Meaning of occurred
συνέβη
Other Greek words related to συνέβη
- Συνέβη
- συμβεί
- ήρθε
- προέκυψε
- κατέβηκε
- συνέβη
- τυχαία
- μαγειρεμένο
- έκανε
- συνέβη
- πέρασε
- συνέβη
- ήμουν, ήσουν, ήταν
- κατέβηκε
- συνέχισε
- προέκυψε
- συνέβη
- Χρεοκοπημενος
- ήρθε μακριά
- εμφανίσθηκε
- περικομμένο (πάνω)
- ανεπτυγμένη
- έπεσε
- ακολούθησε
- παρενέβη
- υλοποιημένος
- προχώρησε
- κατέληξε
- τριαντάφυλλο
- διαμορφωμένος
- ξεπήδησε
- ξεπήδησε (πάνω)
- αποδείχτηκε
Nearest Words of occurred
- occur => συμβαίνει
- occupying => καταλαμβάνων
- occupy => καταλαμβάνω
- occupier => κατακτητής
- occupied => κατειλημμένος
- occupational therapy => Εργοθεραπεία
- occupational safety and health administration => Επιθεώρηση Εργασίας
- occupational safety and health act => Νόμος για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία
- occupational hazard => Επαγγελματικός κίνδυνος
- occupational group => επαγγελματική ομάδα
Definitions and Meaning of occurred in English
occurred (imp. & p. p.)
of Occur
FAQs About the word occurred
συνέβη
of Occur
Συνέβη,συμβεί,ήρθε,προέκυψε,κατέβηκε,συνέβη,τυχαία,μαγειρεμένο,έκανε,συνέβη
No antonyms found.
occur => συμβαίνει, occupying => καταλαμβάνων, occupy => καταλαμβάνω, occupier => κατακτητής, occupied => κατειλημμένος,