FAQs About the word sprung (up)

ξεπήδησε (πάνω)

to grow or appear suddenly

προκύψει,προκύπτω,περικομμένο (πάνω),εμφανίστηκε,Συνέβη,συνέβη,εμφανίστηκε,βγες,πήγε (μακριά),υλοποιημένος

No antonyms found.

sprung (for) => πήδηξε, sprung => αναπηδήσαμε, sprucing (up) => ομορφαίνω (κάτι), sprucing => καλλωπισμός, spruces (up) => ελάτια (πάνω),