Greek Meaning of devolved

αποκεντρωμένος

Other Greek words related to αποκεντρωμένος

Definitions and Meaning of devolved in English

Webster

devolved (imp. & p. p.)

of Devolve

FAQs About the word devolved

αποκεντρωμένος

of Devolve

αρνήθηκε,εκφυλισμένος,καταγόμενος,επιδεινωμένο,ελαττωμένος,επιδεινώθηκε,θρυμματισμένος,ατροφικός,φθαρμένο,αποσυντεθείς

βελτιωμένη,βελτιωμένος,ανεπτυγμένη,βελτιωμένο,εμπλουτισμένο,οχυρωμένος,ενισχυμένο,εντατικοποιημένος,βελτιωμένο,Ενισχυμένο

devolve on => ανατίθεται σε, devolve => εκχωρείν, devolution => αποκέντρωση, devolute => απονομή, devoir => καθήκον,