Greek Meaning of devolution
αποκέντρωση
Other Greek words related to αποκέντρωση
- κλίση
- πτώση
- αποικοδόμηση
- κατάβαση
- επιδείνωση
- παρακμή
- παρακμή
- κλίση
- αποσύνθεση
- Μείωση
- εκφυλισμός
- εκφυλισμός
- καταστροφή
- διάλυση
- διάλυση
- πτώση
- Υποβιβασμός
- άμπωτης
- έκλειψη
- πτώση
- μείωση
- ταπείνωση
- Μείωση
- χωρισμός
- εξευτελισμός
- Αποδεκάτιση
- μειωση
- απομυδύνηση
- κατεδάφιση
- αποσβέσεις
- ερήμωση
- μείωση
- μείωση
- βουτάω
- πτώση
- σταγόνα
- πτώση
- καταστροφή
- μείωση
- απώλεια
- χαμήλωμα
- ναδίρ
- σάπιος
- ερείπια
- ερείπιο
- κρεμαω
- Συστολή
- πτώση
- κακομαθαίνω
- ηλιοβασίλεμα
- που καταρρέει
- Κατρακύλα
- Σκοτεινοί καιροί
- πτωτική τάση
Nearest Words of devolution
Definitions and Meaning of devolution in English
devolution (n)
the process of declining from a higher to a lower level of effective power or vitality or essential quality
the delegation of authority (especially from a central to a regional government)
devolution (n.)
The act of rolling down.
Transference from one person to another; a passing or devolving upon a successor.
FAQs About the word devolution
αποκέντρωση
the process of declining from a higher to a lower level of effective power or vitality or essential quality, the delegation of authority (especially from a cent
κλίση,πτώση,αποικοδόμηση,κατάβαση,επιδείνωση,παρακμή,παρακμή,κλίση,αποσύνθεση,Μείωση
πρόοδος,ανάβαση,ανάπτυξη,εξέλιξη,ανάπτυξη,ανέβαινω,ανθοφορία,αύξηση,ανανέωση,Αποκατάσταση
devolute => απονομή, devoir => καθήκον, devoid => απαλλαγμένος, devoice => αφοσιωμένος, devocation => αφοσίωση,