Greek Meaning of devoir
καθήκον
Other Greek words related to καθήκον
- καθήκον
- ανάγκη
- υποχρέωση
- ευθύνη
- Βάρος
- δέσμευση
- περιορισμός
- κάνω
- επιτακτικός
- γραφείο
- υπόσχεση
- υπόσχεση
- απαίτηση
- όρκος
- διευθέτηση
- χρέωση
- εξαναγκασμός
- συμπαγής
- Ανάγκη
- Σύμβαση
- συμφωνία
- χρέος
- αρραβώνας
- δύναμη
- θητεία
- πρέπει
- όρκος
- Σύμφωνο
- πληρωμή
- Προετοιμασία
- κράτηση
- συγκράτηση
- ρύθμιση
- Φόρος τιμής
- αλήθεια
- εμπιστοσύνη
- λέξη
Nearest Words of devoir
Definitions and Meaning of devoir in English
devoir (n)
formal expression of respect
devoir (n.)
Duty; service owed; hence, due act of civility or respect; -- now usually in the plural; as, they paid their devoirs to the ladies.
FAQs About the word devoir
καθήκον
formal expression of respectDuty; service owed; hence, due act of civility or respect; -- now usually in the plural; as, they paid their devoirs to the ladies.
καθήκον,ανάγκη,υποχρέωση,ευθύνη,Βάρος,δέσμευση,περιορισμός,κάνω,επιτακτικός,γραφείο
εκφόρτιση,απαλλαγή,χάρις,Απελευθέρωση,ανάγλυφο<br>,μένω,παραίτηση,εναλλακτική,επιλογή,ευκολία
devoid => απαλλαγμένος, devoice => αφοσιωμένος, devocation => αφοσίωση, devocalize => αποφωνοποιώ, devitrify => αποϋαλωσεοποιώ,