Greek Meaning of option
επιλογή
Other Greek words related to επιλογή
- Αξεσουάρ
- προσθήκη
- συσκευές
- αξεσουάρ
- Συνοδεία
- Εξάρτημα
- αξεσουάρ
- προσαρμογέας
- προσαρμογέας
- πρόσθετο
- επιπρόσθετος
- προσάρτημα
- συνημμένο αρχείο
- βελτίωση
- εξοπλισμός
- Κόσμημα
- Ανέσεις
- Εξαρτήματα
- βοηθητικός
- συμπλήρωμα
- διακόσμηση
- κέντημα
- επιπλέον
- Πλήρωση
- έπιπλα
- Γαρνιτούρα
- ρούχο (α)
- τυχαίο
- πολυτέλεια
- μη ουσιώδης
- περιττότητα
- διακόσμηση
- θυγατρική εταιρεία
- συμπλήρωμα
- στολίδια
- Διακόσμηση
- Κοπή
Nearest Words of option
Definitions and Meaning of option in English
option (n)
the right to buy or sell property at an agreed price; the right is purchased and if it is not exercised by a stated date the money is forfeited
one of a number of things from which only one can be chosen
the act of choosing or selecting
option (n.)
The power of choosing; the right of choice or election; an alternative.
The exercise of the power of choice; choice.
A wishing; a wish.
A right formerly belonging to an archbishop to select any one dignity or benefice in the gift of a suffragan bishop consecrated or confirmed by him, for bestowal by himself when next vacant; -- annulled by Parliament in 1845.
A stipulated privilege, given to a party in a time contract, of demanding its fulfillment on any day within a specified limit.
FAQs About the word option
επιλογή
the right to buy or sell property at an agreed price; the right is purchased and if it is not exercised by a stated date the money is forfeited, one of a number
Αξεσουάρ,προσθήκη,συσκευές,αξεσουάρ,Συνοδεία,Εξάρτημα,αξεσουάρ,προσαρμογέας,προσαρμογέας,πρόσθετο
ουσιαστικός,ανάγκη,απαίτηση,προϋπόθεση
optimum => βέλτιστος, optimize => βελτιστοποιώ, optimization => βελτιστοποίηση, optimity => αισιοδοξία, optimistically => αισιόδοξα,