Greek Meaning of adaptor
προσαρμογέας
Other Greek words related to προσαρμογέας
- Αξεσουάρ
- επιλογή
- αξεσουάρ
- προσθήκη
- επιπρόσθετος
- προσάρτημα
- συσκευές
- συνημμένο αρχείο
- εξοπλισμός
- Συνοδεία
- Εξάρτημα
- αξεσουάρ
- πρόσθετο
- Κόσμημα
- Ανέσεις
- Εξαρτήματα
- βοηθητικός
- συμπλήρωμα
- διακόσμηση
- κέντημα
- βελτίωση
- επιπλέον
- Πλήρωση
- έπιπλα
- τυχαίο
- πολυτέλεια
- μη ουσιώδης
- διακόσμηση
- Εξοπλισμός
- θυγατρική εταιρεία
- συμπλήρωμα
- στολίδια
- Κοπή
Nearest Words of adaptor
Definitions and Meaning of adaptor in English
adaptor (n)
device that enables something to be used in a way different from that for which it was intended or makes different pieces of apparatus compatible
FAQs About the word adaptor
προσαρμογέας
device that enables something to be used in a way different from that for which it was intended or makes different pieces of apparatus compatible
Αξεσουάρ,επιλογή,αξεσουάρ,προσθήκη,επιπρόσθετος,προσάρτημα,συσκευές,συνημμένο αρχείο,εξοπλισμός,Συνοδεία
ουσιαστικός,ανάγκη,απαίτηση,προϋπόθεση
adaptness => προσαρμοστικότητα, adaptly => προσαρμοστικά, adaptiveness => προσαρμοστικότητα, adaptive radiation => Προσαρμοστική ακτινοβολία, adaptive => προσαρμοστικό,