Greek Meaning of adapter
προσαρμογέας
Other Greek words related to προσαρμογέας
- Αξεσουάρ
- επιλογή
- αξεσουάρ
- προσθήκη
- επιπρόσθετος
- προσάρτημα
- συσκευές
- συνημμένο αρχείο
- εξοπλισμός
- Συνοδεία
- Εξάρτημα
- αξεσουάρ
- πρόσθετο
- Κόσμημα
- Ανέσεις
- Εξαρτήματα
- βοηθητικός
- συμπλήρωμα
- διακόσμηση
- κέντημα
- βελτίωση
- επιπλέον
- Πλήρωση
- έπιπλα
- τυχαίο
- πολυτέλεια
- μη ουσιώδης
- διακόσμηση
- Εξοπλισμός
- θυγατρική εταιρεία
- συμπλήρωμα
- στολίδια
- Κοπή
Nearest Words of adapter
Definitions and Meaning of adapter in English
adapter (n)
a musician who adapts a composition for particular voices or instruments or for another style of performance
device that enables something to be used in a way different from that for which it was intended or makes different pieces of apparatus compatible
adapter (n.)
One who adapts.
A connecting tube; an adopter.
FAQs About the word adapter
προσαρμογέας
a musician who adapts a composition for particular voices or instruments or for another style of performance, device that enables something to be used in a way
Αξεσουάρ,επιλογή,αξεσουάρ,προσθήκη,επιπρόσθετος,προσάρτημα,συσκευές,συνημμένο αρχείο,εξοπλισμός,Συνοδεία
ουσιαστικός,ανάγκη,απαίτηση,προϋπόθεση
adaptedness => Προσαρμοστικότητα, adapted => προσαρμοσμένος, adaptative => Προσαρμοστικό, adaptational => προσαρμοστικός, adaptation => προσαρμογή,