Greek Meaning of nonnecessity

περιττότητα

Other Greek words related to περιττότητα

Definitions and Meaning of nonnecessity in English

Webster

nonnecessity (n.)

Absence of necessity; the quality or state of being unnecessary.

FAQs About the word nonnecessity

περιττότητα

Absence of necessity; the quality or state of being unnecessary.

Εξαρτήματα,βοηθητικός,κέντημα,εξοπλισμός,επιπλέον,Πλήρωση,έπιπλα,ρούχο (α),τυχαίο,πολυτέλεια

ουσιαστικός,ανάγκη,απαίτηση,προϋπόθεση

nonne => καλόγρια, nonnatural => μη φυσικό, nonnative => μη ντόπιο, nonmusical => Μη μουσικός, nonmoving => Ακίνητος,