Greek Meaning of nonne
καλόγρια
Other Greek words related to καλόγρια
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of nonne
- nonnecessity => περιττότητα
- nonnegative => Μη αρνητικό
- non-negotiable => Μη διαπραγματεύσιμος
- nonnitrognous => μη νιτρογονικός
- nonnomadic => μη νομαδικός
- nonnormative => μη κανονιστικός
- nonnucleated => ανούκλεος
- non-nucleoside reverse transcriptase inhibitor => Μη νουκλεοσιδικός αναστολέας της ανάστροφης μεταγραφάσης
- nonny => nonny
- nonobedience => -
Definitions and Meaning of nonne in English
nonne (n.)
A nun.
FAQs About the word nonne
καλόγρια
A nun.
No synonyms found.
No antonyms found.
nonnatural => μη φυσικό, nonnative => μη ντόπιο, nonmusical => Μη μουσικός, nonmoving => Ακίνητος, nonmotile => μη κινητικός,