Greek Meaning of greasing the hand of
δωροδοκώ
Other Greek words related to δωροδοκώ
- δωροδοκία
- φτάνοντας
- αποπληρωμή
- αγορά
- διεφθαρμένος
- δελεαστικός
- έχοντας
- προηγούμενες
- δελεαστικός
- πειθώ
- τετραγωνισμός
- παραποίηση (чего)
- ταπεινωτικός
- γοητευτικός
- δόλωμα
- δελεαστικός
- ταπεινωτικός
- έκλυτος
- βεβήλωση
- εξευτελιστικός
- εξευτελιστικός
- διεστραμμένος
- ατιμαστικός
- επαγωγική
- παρακινητικό
- εκτροπή
- δηλητηρίαση
- βλασφημία
- προκλητικός
- κίνητρο
- διεγερτικό
- ανατρεπτικός
- μόλυνση
- δελεαστικός
- παραμόρφωση
Nearest Words of greasing the hand of
- greasing the palm of => δωροδοκώ
- great house => μεγάλο σπίτι
- great houses => μεγάλα σπίτια
- great powers => Μεγάλες δυνάμεις
- greatheartedly => μεγαλοκάρδια
- greatheartedness => μεγαλοκαρδία
- green snakes => πράσινα φίδια
- green with envy => Πράσινος από τη ζήλια
- greenbacks => τα χαρτονομίσματα
- greenhorns => αρχάριοι
Definitions and Meaning of greasing the hand of in English
greasing the hand of
to hasten the process or progress of, in the natural uncleaned condition, to smear with grease, to smear or daub with grease, to soil with grease, to lubricate with grease, rendered animal fat, oily matter, a thick lubricant, facilitate, bribe, melted animal fat, wool as it comes from the sheep retaining the natural oils or fats
FAQs About the word greasing the hand of
δωροδοκώ
to hasten the process or progress of, in the natural uncleaned condition, to smear with grease, to smear or daub with grease, to soil with grease, to lubricate
δωροδοκία,φτάνοντας,αποπληρωμή,αγορά,διεφθαρμένος,δελεαστικός,έχοντας,προηγούμενες,δελεαστικός,πειθώ
No antonyms found.
greased the palm of => Άλειψε τον ανοιχτό χειροπίαρα, greased the hand of => δωροδόκηση, grease the palm of => Δωροδοκεῖν, grease the hand of => δωροδοκώ, grazes => βόσκει,