Greek Meaning of grizzly
γκρίζλι
Other Greek words related to γκρίζλι
- φρικτός
- τρομακτικός
- συγκλονιστικό
- φρικτός
- Φρικτός
- φρικτός
- φοβερός
- τρομακτικό
- τρομερός
- φρικτός
- αποτρόπαιος
- φρικτό
- φρικτός
- φρικτός
- τρομακτικός
- φρικτός
- μακάβριος
- τερατώδης
- εφιάλτης
- εφιαλτικός
- τρομακτικός
- αποκρουστικός
- φοβερός
- φοβερός
- τρομακτικός
- αποτρόπαιος
- αποτρόπαιος
- ανησυχητικός
- ανατριχιαστικός
- θλιβερό
- φρικτός
- φρικτός
- δυσάρεστος
- απεχθής
- κακός
- φοβισμένος
- φοβερός
- απαγορευτικό
- φοβερός
- Φριχτή
- γκροτέσκο
- ανατριχιαστικός
- απεχθής
- φοβερός
- αποκρουστικός
- ναυτία
- δυσώδης
- επιβλαβής
- αποκρουστικός
- άσεμνος
- προσβλητικό
- τρομερός
- αποκρουστικός
- απωθητικός
- αποκρουστικός
- άσχημος
- ανέκφραστος
- φαύλος
- οδυνηρός
- καθηλωτικός
Nearest Words of grizzly
Definitions and Meaning of grizzly in English
grizzly (n)
powerful brownish-yellow bear of the uplands of western North America
grizzly (s)
showing characteristics of age, especially having grey or white hair
grizzly (a.)
Somewhat gray; grizzled.
In hydraulic mining, gratings used to catch and throw out large stones from the sluices.
grizzly (n.)
A grizzly bear. See under Grizzly, a.
FAQs About the word grizzly
γκρίζλι
powerful brownish-yellow bear of the uplands of western North America, showing characteristics of age, especially having grey or white hairSomewhat gray; grizzl
φρικτός,τρομακτικός,συγκλονιστικό,φρικτός,Φρικτός,φρικτός,φοβερός,τρομακτικό,τρομερός,φρικτός
ευχάριστος,ελκυστικός,ελκυστικός,νόστιμος,απολαυστικό,ευχάριστος,δελεαστικός,ευχάριστος,ευχάριστος,ευχάριστος
grizzlies => γκρίζλι, grizzled => Γκριζαρισμένος, grizzle => γκρινιάζω, grizelin => γριζελίνη, grize => γκρι,