Greek Meaning of quizzing
ερωτόσκημα
Other Greek words related to ερωτόσκημα
Nearest Words of quizzing
Definitions and Meaning of quizzing in English
quizzing (p. pr. & vb. n.)
of Quiz
FAQs About the word quizzing
ερωτόσκημα
of Quiz
ερώτημα,ανάκριση,ερώτηση,κατηχώ,εξετάζω,ψησιμο,ερωτώντας (για),ερώτημα,Πολιορκώντας,Αντεξέταση
απάντηση,απαντώντας,απάντηση,αποφυγή,σχολιάζοντας,παρατηρώντας,σχολιάζοντας,Κάμπτω,επανένταξη,απαντώντας
quizzically => με απορία, quizzical => περίεργος, quizzer => λατρεύει το κουίζ, quizzed => ρώτησε, quizmaster => Παρουσιαστής κουίζ,