Greek Meaning of poking fun at
Χλευάζω
Other Greek words related to Χλευάζω
- χλευαστικός
- κοροϊδευτικό
- γελώντας
- χλευάζω
- Κάνω πλάκα
- γκρίνια για
- ειρωνικό
- Τζιμπάρισμα
- κοροϊδευτική
- τζιμπάρισμα
- παρωδώντας
- προσκοπισμός
- σουβλίζοντας
- ειρωνικός
- πειράγματα
- Χλευάζω
- βγάζω γλώσσα
- σκωπτικός για
- χλευάζοντας (κάποιον)
- δόλωμα
- Μειωτικός
- Τρίψιμο
- καταγγέλλοντας
- απαξιωτικός
- παρενόχληση
- γιουχάρισμα
- Μιμούμενος (masc. sing.)
- Αστείο
- μιμούμενος
- παρενόχληση
- ερωτόσκημα
- Ράγκινγκ
- συγκέντρωση
- πειράγματα
- νευρώσεις
- ιππασία
- σκωπτικό
- βασανιστικός
- συκοφαντίες
- ενοχλητικός
- τζιβαν
- κακάω
- Κατεβάζω
- περιφρόνηση
- απογείωση (σε)
- στόχευση
- διαστρέβλωση
- Ρύθμιση
- τιτίβισμα
Nearest Words of poking fun at
- polestars => πόλοι
- police (up) => αστυνομία (πάνω)
- police forces => αστυνομικές δυνάμεις
- police officers => αστυνομικοί
- police reporter => Αστυνομικός συντάκτης
- policewomen => Αστυνομίνες
- policing (up) => έλεγχος (της κατάστασης)
- polished off => έφαγε όλο
- polishes => γυαλίζει
- polishing off => Γυάλισμα
Definitions and Meaning of poking fun at in English
poking fun at
wallet, to make a prodding, jabbing, or thrusting movement especially repeatedly, to move or act slowly or aimlessly, to look about or through something without system, purse, a cutting remark, meddle, to strike out at something, a blow with the fist, to cause to project, to urge or stir by prodding or jabbing, prod, jab, to search over or through usually without purpose, to become stuck out or forward, ridicule, mock, to produce by piercing, stabbing, or jabbing, to be nosy especially about things that do not concern one, a projecting brim on the front of a woman's bonnet, hit, punch, jab, prod, a Hawaiian salad made typically from cubed pieces of raw seafood (such as tuna) marinated with soy sauce and sesame oil and mixed with onions or other ingredients, to interpose or interject in a meddlesome manner, to hit (a blooper) in baseball, to move slowly or lazily, to cause to prod, to make (one's way) by poking, pierce, stab, to deliver (a blow) with the fist, to stick out or cause to stick out, to produce by or as if by piercing, stabbing, or jabbing, a quick thrust, bag entry 1 sense 1a, sack, pokeweed, bag, sack, thrust entry 1 sense 2, stab
FAQs About the word poking fun at
Χλευάζω
wallet, to make a prodding, jabbing, or thrusting movement especially repeatedly, to move or act slowly or aimlessly, to look about or through something without
χλευαστικός,κοροϊδευτικό,γελώντας,χλευάζω,Κάνω πλάκα,γκρίνια για,ειρωνικό,Τζιμπάρισμα,κοροϊδευτική,τζιμπάρισμα
χειροκροτώντας,Εγκριτικός,επικύρωση,επιβάλλων κυρώσεις,αποθεώνοντας,επικυρώνοντας
poking (around) => τσιμπώντας (γύρω), pokiness => βραδύτητα, pokily => αργά, pokeys => pokeys, pokes => χτυπάει,