Greek Meaning of headhunted

κυνηγημένος στο κεφάλι

Other Greek words related to κυνηγημένος στο κεφάλι

Definitions and Meaning of headhunted in English

headhunted

to recruit personnel for top-level jobs, to recruit (personnel and especially executives) for top-level jobs

FAQs About the word headhunted

κυνηγημένος στο κεφάλι

to recruit personnel for top-level jobs, to recruit (personnel and especially executives) for top-level jobs

διατηρούμενο (στο),προαγόμενος,ανεγνώρισε,μαθητευόμενος/μαθήτρια,συμφωνημένο,εργαζόμενος,καταταγμένος,μισθωμένος,συνεργάτης,στρατολογημένος

κονσέρβα,εκφορτισμένος,απολυμένος,απολυμένος,απολύθηκε,κομμένο,απολύω,σε αναστολή εργασίας,κλειδωμένος

headhunt => κυνηγός επικεφαλής, headers => Επικεφαλίδες, headed off => Προχώρησε, headaches => πονοκέφαλοι, head starts => προβάδισμα,