Greek Meaning of scalper
μεσίτης εισιτηρίων
Other Greek words related to μεσίτης εισιτηρίων
- δημοπράτης
- Λαθρέμπορος
- παραχωρησιούχος
- Κατάστημα εκπτώσεων
- Διανομέας
- περίφραξη
- ξιφομάχος
- απατεώνας
- έμπορος
- Πλανόδιος πωλητής
- μεταπωλητής
- Λιανοπωλητής
- λαθρέμπορος
- έμπορος
- Έμπορος
- Πωλητής
- χονδρέμπορος
- Εξαγωγέας
- πλανόδιος πωλητής
- Πλανόδιος πωλητής
- εργάτης
- Γυρολόγος
- πωλητής
- πωλητής
- προμηθευτής
- μεσίτης
- Τσάπμαν
- έμπορος
- e-tailer
- παζαρευτής
- έμπορος
- πωλητής
- Πωλητής
- πωλήτρια
- Επαγγελματίας πωλητής
- έμπορος
Nearest Words of scalper
- scalping => μαύρη αγορά
- scalpriform => σκαλπελώδης
- scaly => Λεπιδωτός
- scaly anteater => Φολιδωτός μυρμηγκοφάγος
- scaly fern => Φολιδωτή φτέρη
- scaly lentinus => Λεντίνος ο φολιδωτός
- scaly pholiota => Αγαρικό Φολιότα η φολιδωτή
- scaly polypore => Λεπιδωτό πολυπορίσιο
- scaly-tailed => με φολιδωτή ουρά
- scaly-winged => Λεπιδωτόφτερος
Definitions and Meaning of scalper in English
scalper (n)
someone who buys something and resells it at a price far above the initial cost
scalper (n.)
One who, or that which, scalps.
Same as Scalping iron, under Scalping.
A broker who, dealing on his own account, tries to get a small and quick profit from slight fluctuations of the market.
A person who buys and sells the unused parts of railroad tickets.
A person who buys tickets for entertainment or sports events and sells them at a profit, often at a much higher price. Also, ticket scalper.
FAQs About the word scalper
μεσίτης εισιτηρίων
someone who buys something and resells it at a price far above the initial costOne who, or that which, scalps., Same as Scalping iron, under Scalping., A broker
δημοπράτης,Λαθρέμπορος,παραχωρησιούχος,Κατάστημα εκπτώσεων,Διανομέας,περίφραξη,ξιφομάχος,απατεώνας,έμπορος,Πλανόδιος πωλητής
αγοραστής,καταναλωτής,αγοραστής,χρήστης,τελικός χρήστης
scalpel => νυστέρι, scalped => σκαλπ, scalp lock => Τούφα μαλλιών, scalp => Τριχωτό της κεφαλής, scallywag => κακομοίρης,