FAQs About the word scalping

μαύρη αγορά

of Scalp, a. & n. from Scalp.

γκιλοτίνα,Κλάδεμα,επικεφαλίδα,συντόμευση,Κοπή,αποκεφαλίζοντας

No antonyms found.

scalper => μεσίτης εισιτηρίων, scalpel => νυστέρι, scalped => σκαλπ, scalp lock => Τούφα μαλλιών, scalp => Τριχωτό της κεφαλής,