Greek Meaning of scalped
σκαλπ
Other Greek words related to σκαλπ
Nearest Words of scalped
- scalpel => νυστέρι
- scalper => μεσίτης εισιτηρίων
- scalping => μαύρη αγορά
- scalpriform => σκαλπελώδης
- scaly => Λεπιδωτός
- scaly anteater => Φολιδωτός μυρμηγκοφάγος
- scaly fern => Φολιδωτή φτέρη
- scaly lentinus => Λεντίνος ο φολιδωτός
- scaly pholiota => Αγαρικό Φολιότα η φολιδωτή
- scaly polypore => Λεπιδωτό πολυπορίσιο
Definitions and Meaning of scalped in English
scalped (imp. & p. p.)
of Scalp
FAQs About the word scalped
σκαλπ
of Scalp
αποκεφαλισμένος,αποκεφαλισμένος,γκιλοτινισμένος,επικεφαλής,κλαδεμένο,συντομευμένο,κομμένος,αποκεφαλισμένο
No antonyms found.
scalp lock => Τούφα μαλλιών, scalp => Τριχωτό της κεφαλής, scallywag => κακομοίρης, scallopini => Εσκαλόπ, scalloping => Μαλάκωση,