FAQs About the word decollated

αποκεφαλισμένο

of Decollate, Decapitated; worn or cast off in the process of growth, as the apex of certain univalve shells.

αποκεφαλισμένος,αποκεφαλισμένος,γκιλοτινισμένος,επικεφαλής,κλαδεμένο,συντομευμένο,κομμένος,σκαλπ

No antonyms found.

decoke => αποκαρβόνωση, decoherer => αποσυγκολλητής, decoding => αποκωδικοποίηση, decoder => αποκωδικοποιητής, decode => αποκωδικοποιώ,