FAQs About the word decolorant

λευκαντικό

A substance which removes color, or bleaches.

No synonyms found.

No antonyms found.

decolor => αποχρωματισμός, decolonize => Αποαποικιοκρατία, decolonization => Αποαποικιοποίησης, decolonise => αποαποικιοκρατω, decolonisation => Αποαποικιοποίηση,