Greek Meaning of fencer
ξιφομάχος
Other Greek words related to ξιφομάχος
- περίφραξη
- λαθρέμπορος
- δημοπράτης
- Λαθρέμπορος
- παραχωρησιούχος
- Κατάστημα εκπτώσεων
- Διανομέας
- Εξαγωγέας
- απατεώνας
- έμπορος
- Γυρολόγος
- Πλανόδιος πωλητής
- μεταπωλητής
- Λιανοπωλητής
- μεσίτης εισιτηρίων
- πωλητής
- έμπορος
- έμπορος
- Έμπορος
- Πωλητής
- χονδρέμπορος
- μεσίτης
- Τσάπμαν
- έμπορος
- e-tailer
- παζαρευτής
- πλανόδιος πωλητής
- εμπορος αλογων
- Πλανόδιος πωλητής
- εργάτης
- έμπορος
- πωλητής
- πωλητής
- Πωλητής
- πωλήτρια
- Επαγγελματίας πωλητής
- προμηθευτής
Nearest Words of fencer
Definitions and Meaning of fencer in English
fencer (n)
someone skilled at fencing
fencer (n.)
One who fences; one who teaches or practices the art of fencing with sword or foil.
FAQs About the word fencer
ξιφομάχος
someone skilled at fencingOne who fences; one who teaches or practices the art of fencing with sword or foil.
περίφραξη,λαθρέμπορος,δημοπράτης,Λαθρέμπορος,παραχωρησιούχος,Κατάστημα εκπτώσεων,Διανομέας,Εξαγωγέας,απατεώνας,έμπορος
αγοραστής,καταναλωτής,αγοραστής,χρήστης,τελικός χρήστης
fencelike => σαν περίφραξη, fenceless => χωρίς περίφραξη, fenceful => Φράχτης, fence rail => Πάνελ φράχτη, fence mending => Επιδιόρθωση φράχτη,