Greek Meaning of fencer

ξιφομάχος

Other Greek words related to ξιφομάχος

Definitions and Meaning of fencer in English

Wordnet

fencer (n)

someone skilled at fencing

Webster

fencer (n.)

One who fences; one who teaches or practices the art of fencing with sword or foil.

FAQs About the word fencer

ξιφομάχος

someone skilled at fencingOne who fences; one who teaches or practices the art of fencing with sword or foil.

περίφραξη,λαθρέμπορος,δημοπράτης,Λαθρέμπορος,παραχωρησιούχος,Κατάστημα εκπτώσεων,Διανομέας,Εξαγωγέας,απατεώνας,έμπορος

αγοραστής,καταναλωτής,αγοραστής,χρήστης,τελικός χρήστης

fencelike => σαν περίφραξη, fenceless => χωρίς περίφραξη, fenceful => Φράχτης, fence rail => Πάνελ φράχτη, fence mending => Επιδιόρθωση φράχτη,