Greek Meaning of fenceless
χωρίς περίφραξη
Other Greek words related to χωρίς περίφραξη
- οδόφραγμα
- Φράγμα
- τοίχος
- μπλοκ
- αλυσίδα
- Φράχτης
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- μπάρα
- προσωρινή μνήμη
- προμαχώνας
- προφυλακτήρας
- απόφραξη
- περιορισμός
- στένωμα
- Πεζοδρόμιο
- μαξιλάρι
- φράγμα
- αποτρεπτικός
- Ντροπή
- βάρος
- Φτερό
- αναπηρία
- εμπόδιο
- Λαγκάς
- εμπόδιο
- Αναστολή
- παρεμβολή
- αφήνω
- εμπόδιο
- χλωμός
- χλωμός
- Τείχος
- συγκράτηση
- Οδικό μπλόκο
- κόμπος
- σταματάω
- σκόπελος
- δίχτυ
- δεσμά
Nearest Words of fenceless
Definitions and Meaning of fenceless in English
fenceless (a.)
Without a fence; uninclosed; open; unguarded; defenseless.
FAQs About the word fenceless
χωρίς περίφραξη
Without a fence; uninclosed; open; unguarded; defenseless.
οδόφραγμα,Φράγμα,τοίχος,μπλοκ,αλυσίδα,Φράχτης,εμπόδιο,εμπόδιο,μπάρα,προσωρινή μνήμη
πόρτα,πόρτα,είσοδος,καταχώριση,πύλη,Είσοδος,είσοδος,κενό,περάσει,πύλη
fenceful => Φράχτης, fence rail => Πάνελ φράχτη, fence mending => Επιδιόρθωση φράχτη, fence lizard => Φράχτη σαύρα, fence line => περίφραξη,