Greek Meaning of chapman
Τσάπμαν
Other Greek words related to Τσάπμαν
- πλανόδιος πωλητής
- Πλανόδιος πωλητής
- Γυρολόγος
- Πλανόδιος πωλητής
- Κατάστημα εκπτώσεων
- Διανομέας
- Εξαγωγέας
- εργάτης
- μεταπωλητής
- Λιανοπωλητής
- πωλητής
- Πωλητής
- πωλήτρια
- μεσίτης εισιτηρίων
- Επαγγελματίας πωλητής
- λαθρέμπορος
- χονδρέμπορος
- δημοπράτης
- διαπραγματευτής
- Λαθρέμπορος
- παραχωρησιούχος
- έμπορος
- e-tailer
- περίφραξη
- ξιφομάχος
- παζαρευτής
- εμπορος αλογων
- απατεώνας
- έμπορος
- παλαβάς
- πωλητής
- πωλητής
- έμπορος
- έμπορος
- Έμπορος
- Πωλητής
- προμηθευτής
Nearest Words of chapman
Definitions and Meaning of chapman in English
chapman (n)
United States pioneer who planted apple trees as he traveled (1774-1845)
archaic term for an itinerant peddler
chapman (n.)
One who buys and sells; a merchant; a buyer or a seller.
A peddler; a hawker.
FAQs About the word chapman
Τσάπμαν
United States pioneer who planted apple trees as he traveled (1774-1845), archaic term for an itinerant peddlerOne who buys and sells; a merchant; a buyer or a
πλανόδιος πωλητής,Πλανόδιος πωλητής,Γυρολόγος,Πλανόδιος πωλητής,Κατάστημα εκπτώσεων,Διανομέας,Εξαγωγέας,εργάτης,μεταπωλητής,Λιανοπωλητής
αγοραστής,καταναλωτής,αγοραστής,χρήστης,τελικός χρήστης
chaplin => Τσάπλιν, chapleted => στεφανωμένος, chaplet => κομπολόι, chapless => άχειλος, chaplainship => χειρωτονεσία,