FAQs About the word monopoler

μονοπωλητής

A monopolist.

No synonyms found.

No antonyms found.

monopody => μονοπόδιο, monopodium => Μονοπόδιο, monopodial => Μονοπόδιο, monopodia => μονόποδος, monopode => Μονοποδία,