Greek Meaning of tininess

Μικροσκοπικότητα

Other Greek words related to Μικροσκοπικότητα

Definitions and Meaning of tininess in English

Wordnet

tininess (n)

the property of being very small in size

FAQs About the word tininess

Μικροσκοπικότητα

the property of being very small in size

λεπτομέρεια,μικρότητα,φτώχεια,φτώχεια,σπανιότητα,σπανιότητα,Έλλειψη,Λεπτότητα,Λεπτότητα,μικρότητα

μέγεθος,φρικαλεότητα,Τεράστιος,μεγαλείο,μεγαλείο,μεικτό,απέραντο,μέγεθος,μέγεθος,απέραντο

tingling => μούδιασμα, tingled => μυρμήγκιασμα, tingle => μυρμήγκιασμα, tingis => βαφή, tingidae => Τινγίδες,