Greek Meaning of stinginess
φειδωλότητα
Other Greek words related to φειδωλότητα
Nearest Words of stinginess
Definitions and Meaning of stinginess in English
stinginess (n)
a lack of generosity; a general unwillingness to part with money
FAQs About the word stinginess
φειδωλότητα
a lack of generosity; a general unwillingness to part with money
φτηνότητα *f̱tinótita,εξοικονόμηση,Οικονομία,τσιγγουνιά,τσιγκουνιά,φειδώ,πρέσσα,πρόνοια,αποταμίευση,σφίξιμο
γενναιοδωρία,γενναιοδωρία,γενναιοδωρία,Φιλελευθερισμός,φιλανθρωπία,Ανεγωισμός,αφθονία,ανταμοιβή,διάλυση,Σπατάλη
stingily => με τσιγκουνιά, stinger => κεντρί, stingaree-bush => Λαφσάνα, sting ray => batis, sting operation => επιχείρηση δόλωμα,