Greek Meaning of slimness
Λεπτότητα
Other Greek words related to Λεπτότητα
- μέγεθος
- φρικαλεότητα
- εκτατικός
- Σπατάλη
- μεγαλείο
- μεγαλείο
- μεικτό
- απέραντο
- μέγεθος
- μέγεθος
- απέραντο
- τεράστιοτητα
- αφθονία
- επάρκεια
- ευρυχωρία
- αφθονία
- όγκος
- αφθονία
- Τεράστιος
- υπερβολή
- ακρότητα
- γενναιοδωρία
- υγεία
- αχανής
- Φιλελευθερισμός
- ορεινός
- Επάρκεια
- αφθονία
- συναρπαστικότητα
- βαρύτητα
- βάρος
- Απληστία
- μαζικότητα
- ογκωδικότητα
- βάρος
Nearest Words of slimness
Definitions and Meaning of slimness in English
slimness (n)
a small margin
the property of an attractively thin person
slimness (n.)
The quality or state of being slim.
FAQs About the word slimness
Λεπτότητα
a small margin, the property of an attractively thin personThe quality or state of being slim.
φτώχεια,σπανιότητα,Έλλειψη,Λεπτότητα,Ολιγότης,αραιότητα,σπανιότητα,φειδωλότητα,έλλειψη,ανεπάρκεια
μέγεθος,φρικαλεότητα,εκτατικός,Σπατάλη,μεγαλείο,μεγαλείο,μεικτό,απέραντο,μέγεθος,μέγεθος
slimly => αδύνατος, sliming => αδυνάτισμα, sliminess => βλέννα, slimily => γλιστερά, slimed => βουτηγμένος σε λάσπη,