Greek Meaning of slimily
γλιστερά
Other Greek words related to γλιστερά
Nearest Words of slimily
Definitions and Meaning of slimily in English
slimily (adv.)
In a slimy manner.
FAQs About the word slimily
γλιστερά
In a slimy manner.
λασπωμένος,Βρόμικος,λασπώδης,χαμηλής ποιότητας,υδαρής,Λαμπερός,λασπώδης,Γρανίτα (granita),αγκαθωτός,βρώμικος
αντισηπτικό,Καθαρός,Καθαρά,άμωμος,αμόλυντος,λαμπερά,άψογος,άσπιλος,χωρίς λεκέδες,αμόλυντος
slimed => βουτηγμένος σε λάσπη, slime mushroom => Bλεννομύκητας, slime mould => Mύξωμα, slime mold => πλασμίδιο μυξομυκήτων, slime eels => Βλεννοσαλιαγκάρια,