Greek Meaning of knocked

χτύπησε

Other Greek words related to χτύπησε

Definitions and Meaning of knocked in English

Webster

knocked (imp. & p. p.)

of Knock

FAQs About the word knocked

χτύπησε

of Knock

χτύπησε,χτύπησε,συγκρούστηκε,συνετρίβη,χτύπημα,χτύπησε,χτύπησε,συντριμμένος,χτυπημένος,αναπήδησε

έχασε,φουστα

knockdown-dragout => σκληρός, knock-down-and-drag-out => άγριος καυγάς, knock-down => Νοκ άουτ, knockdown => νοκντάουν, knockabout => κωμικός,