FAQs About the word inchmeal

ίντσα προς ίντσα

A piece an inch long., Little by little; gradually.

σιγά σιγά,Προοδευτικά,βαθμιαία,Ίντσα την ίντσα,σταδιακά,σιγά-σιγά,κομμάτι κομμάτι,αργά,αυξανόμενα,ιεραρχικά

απότομα,ξαφνικά,οξέως,έντονα,απότομα,βιαστικά,απότομα

inchipin => ίντσα, inching => σταδιακά, in-chief => αρχηγός, inchest => ίντσες, incheon => Ίντσεον,