Greek Meaning of expediting
Επιτάχυνση
Other Greek words related to Επιτάχυνση
- έλεγχος
- καθυστέρηση
- επιβαρυντικός
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- Κούτσαινε
- συγκράτηση
- εμποδίζοντας
- παρεμβαίνω (σε)
- συγκρατημένος
- διαμονή
- στάση
- συναρπαστικός
- φρενάρισμα
- δεσμευτικό
- κρατώντας
- αλυσοδένοντας
- περιορισμός (σε)
- Καθυστερημένος
- δεσμώτης
- στάση
- καταπραϋντικό
- δέσιμο
- περιοριστικός
- Περιορισμός
- δέσιμο
- επιβραδυνόμενο
- (επιβράδυνση)
Nearest Words of expediting
Definitions and Meaning of expediting in English
expediting (p. pr. & vb. n.)
of Expedite
FAQs About the word expediting
Επιτάχυνση
of Expedite
Επιταχυνόμενος,διευκολυντικό,βοήθεια,αποστολή,χαλάρωση,ενθαρρυντικός,Δέσμευση,οδήγηση,επιτάχυνση,άρον άρον
έλεγχος,καθυστέρηση,επιβαρυντικός,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,Κούτσαινε,συγκράτηση,εμποδίζοντας,παρεμβαίνω (σε),συγκρατημένος
expediteness => ταχύτητα, expeditely => γρήγορα, expedited => επιταχυνόμενο, expedite => επιταχύνω, expeditate => επιταχύνω,