Greek Meaning of fast-talking

Λαμυρός

Other Greek words related to Λαμυρός

Definitions and Meaning of fast-talking in English

fast-talking

to influence or persuade by fluent, facile, and usually deceptive or tricky talk

FAQs About the word fast-talking

Λαμυρός

to influence or persuade by fluent, facile, and usually deceptive or tricky talk

γοητευτικός,υποστηρίζοντας,δελεαστικός,φέρνοντας,πειθώ,πειθώ,πειστικός,ικετεύω,παροτρύνοντας,επαγωγική

αποτρεπτικός,αποθαρρυντικός,αποτρεπτικός,μη πωλούμενο

fast-talker => Αρβυλόγιαννος, fast-talked => μιλάμε γρήγορα, fast-talk => Γρήγορη ομιλία, fast-forwards => γρήγορη προώθηση, fast-forwarding => Γρήγορη προώθηση,