FAQs About the word reacquiring

επανακτοί

to regain as one's own, to relocate and hold (something previously held) in a detector, to acquire again

Ανακατάληψη,ανάκτηση,αναρρώνει,ανακτά το,ανεύρεση,Επιστροφή,συλλογή,ανάκτηση,αναπλήρωση,ανακτώ

Χάνοντας,απώλεια,χάσιμο

reacquired => ανακτηθέν, reacquire => ανακτήσω, reacquainting => επανασυνδέω, reacquaint => να γνωριστώ ξανά, reach-me-down => παλιό,