FAQs About the word retaking

επανακατάληψη

the act of taking something back

Ανακατάληψη,ανάκτηση,ανακτά το,ανεύρεση,Επιστροφή,επανακτοί,αναρρώνει,ανακτώ,συλλογή,ανάκτηση

Χάνοντας,απώλεια,χάσιμο

retaker => επανειλημμένος, retake => ανακαταλαμβάνω, retainment => αποκομιδή, retaining wall => Τοίχος αντιστήριξης, retaining => διατήρηση,