Greek Meaning of retaliating

εκδικητικός

Other Greek words related to εκδικητικός

Definitions and Meaning of retaliating in English

Webster

retaliating (p. pr. & vb. n.)

of Retaliate

FAQs About the word retaliating

εκδικητικός

of Retaliate

εκδικητικός,εκδικητικός,παίρνω εκδίκηση (για),τιμωρητικός,τιμωρητικός,διόρθωση,ανταπόδοση,εκδικητικός,επιτιμητικός,τιμωρία

ανεκτικότητα,δικαιολογία,συγχωρητικός,αποστολέας,απαλλακτικό,χάρη

retaliated => αντίποινα, retaliate => ανταποδίδω, retaking => επανακατάληψη, retaker => επανειλημμένος, retake => ανακαταλαμβάνω,