Greek Meaning of reaccrediting

Επαναπιστοποίηση

Other Greek words related to Επαναπιστοποίηση

Definitions and Meaning of reaccrediting in English

reaccrediting

to accredit (something) again

FAQs About the word reaccrediting

Επαναπιστοποίηση

to accredit (something) again

βεβαιωτικό,νομιμοποίηση,επικυρώνοντας, εγκρίνοντας,επανεκτιμώντας,επαναπιστοποίηση,ανανέωση του καταστατικού,αποκατάσταση,επιβάλλων κυρώσεις,επικύρωση,διαπίστευση

απενεργοποίηση,αποκλειστικός,Απαγορεύει,στέρηση δικαιώματος ψήφου,απαγορευτικό,ακυρώνοντας,ακυρώνει,απαγορεύοντας,αποπιστοποίησης,απονομιμοποιώντας

reaccredited => επαναπιστοποιημένος, reaccredit => Επαναπιστοποίηση, reaccepted => επαναδεκτός, reaccept => επαναδέχομαι, razzes => πειράζει,